περικλονώ

περικλονώ
-έω, Α
[κλονώ]
1. κλονώ, σείω, από παντού
2. μάχομαι γύρω από κάτι
3. παθ. περικλονοῡμαι, -έομαι
(για σύννεφα) συγκεντρώνομαι, συμπυκνώνομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περικλόνησις — ήσεως, ἡ, Μ [περικλονώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περικλονώ, το να σείει κανείς κάτι από όλες τις πλευρές 2. ταραχή, σύγχυση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”